Curricula - Knowledge - Navigation

Κατευθυντήριες γραμμές για την πρόληψη

Καταρρίπτουμε τον νόμο του πλαισίου: ρευστοί ανάληψη ευθύνης, εμπλεκόμενοι φορείς και επαγγελματίες πρώτης γραμμής

Η Εργαλειοθήκη του Κύβου καταρρίπτει την αρχή του Νόμου του Πλαισίου, σύμφωνα με την οποία ένας πίνακας ζωγραφικής μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο από έναν εξωτερικό παρατηρητή. Αντίθετα, εμείς προσπαθούμε να κατανοήσουμε την εικόνα παραμένοντας μέσα στις καταστάσεις, συχνά παρατηρώντας τις εκ των έσω και αλλάζοντας συνεχώς την εκ των έσω σκοπιά μας.

Στις σύγχρονες θεωρίες πρόληψης, οι εμπλεκόμενοι φορείς, οι επαγγελματίες της πρώτης γραμμής και οι υπεύθυνοι των προληπτικών ενεργειών εκλαμβάνονται ως στατικοί ρόλοι και, σε κάποιες περιπτώσεις, πολύ συγχυσμένοι. Αντίθετα, το πρώτο ζήτημα το οποίο ο «Κύβος» μας βοηθά να αναλογιστούμε είναι ότι αυτοί οι ρόλοι μεταβάλλονται ανάλογα με το περιβάλλον και, σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί επίσης να αντιστραφούν ή να αποκλειστούν. Το άμεσο επακόλουθο είναι ότι τα μέτρα μείωσης των επιζήμιων συνεπειών που θα εφαρμοστούν στο πλαίσιο «Α» μπορεί να διαφέρουν εντελώς από αυτά που χρειάζονται αν κάποιο αντίστοιχο γεγονός συμβεί στο πλαίσιο «Β».

Μια συγκεκριμένη εγκληματική τακτική (π.χ. μια ατομική βομβιστική αυτοκτονία) μπορεί να έχει διαφορετικές ερμηνείες και να απαιτεί εντελώς διαφορετικά μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης, ακόμα κι αν παρέχει ένα συνεκτικό αφηγηματικό σενάριο, εάν συμβεί στο Βερολίνο ή στο Κάιρο, όπου οι περιβαλλοντικές συνθήκες και τα πραγματικά κίνητρα διαφέρουν ριζικά, με τους επαγγελματίες της πρώτης γραμμής και τους εμπλεκόμενους φορείς να αναλαμβάνουν πολύ διαφορετικές λειτουργίες σε σχέση με το περιβάλλον.

Για τους σκοπούς του μοντέλου μας, για παράδειγμα, η σύγχυση διαφορετικών μορφών σύγκρουσης, όπως γεγονότων που συνδέονται με την καταστολή εξεγέρσεων, τα οποία αποτελούν πολιτικο-στρατιωτικές στρατηγικές, με αυτά που συνδέονται με την αντιτρομοκρατική δράση, που ρόλος της είναι να αντιμετωπίζει φαινόμενα στρατηγικής φύσεως σε κοινωνικό επίπεδο, οδηγεί σε εσφαλμένες στρατηγικές πρόληψης και αντιπαράθεσης, όπως εξηγεί με σαφήνεια ο David Kilcullen (D. Kilcullen 2010, 2013, 2016).

Οι συνέπειες αυτών των εσφαλμένων αναλύσεων μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικές για την ασφάλεια, όπως αποδεικνύουν πρόσφατες μελέτες. Στην περίπτωση της τρομοκρατίας, ο Sean M. Zeigler, επίκουρος πολιτικός επιστήμων, και η Meagan Smith, ποσοτική αναλύτρια της εταιρίας RAND, απέδειξαν τη στενή σχέση μεταξύ της τρομοκρατίας και του «πολέμου κατά του τρόμου», βασισμένοι σε μια ποσοτική ανάλυση που συνδυάζει δεδομένα από την Διεθνή Βάση Δεδομένων Τρομοκρατίας, το Πανεπιστήμιο της Μέριλαντ και δεδομένα εμφυλίων πολέμων και εξεγέρσεων από το Πρόγραμμα Δεδομένων Σύγκρουσης της Ουψάλα σε 194 χώρες. Το χρονικό πεδίο μελέτης από το 1989 έως το 2014 επέτρεψε στους ερευνητές να συγκρίνουν απευθείας τις τρομοκρατικές επιθέσεις της αρχής του Ψυχρού Πολέμου με αυτές που έγιναν από το 2001 και μετά.

Τα πρόσφατα συμπεράσματά τους επιβεβαιώνουν τη σχέση μεταξύ τρομοκρατίας και εξωτερικής πολιτικής, το οποίο είναι ένα πολυσυζητημένο θέμα που απουσιάζει από το πρόγραμμα «Prevent»:

«Ενώ οι τίτλοι των ειδήσεων σχετικά με την τρομοκρατία τείνουν να υπονοούν ό,τι χειρότερο, η αλήθεια είναι πολύ πιο πεζή. Η τρομοκρατία έχει υποστεί πτώση – και μάλιστα δραματική – από τις 11/9 σε χώρες χωρίς εμφυλίους πολέμους και εξεγέρσεις. Η πλειοψηφία των τρομοκρατικών συμβάντων που εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας μάχης κατά του τρόμου είχαν να κάνουν με εξεγέρσεις και εμφύλιους πολέμους. Ενώ αυτό ήταν ακόμα αλήθεια πριν το 2001, η συσχέτιση τρομοκρατίας και εξέγερσης έγινε πολύ πιο έντονη κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του τρόμου.»[1]

Πριν το 2001, οι χώρες με μεγαλύτερους μουσουλμανικούς πληθυσμούς παρουσίαζαν χαμηλότερη εγχώρια τρομοκρατία, ενώ από τις 11/9, στις χώρες αυτές παρουσιάστηκε μια σημαντική αύξηση, τόσο σε εγχώρια όσο και σε διεθνή κλίμακα. Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα ισχυρή σε μέρη που έχουν πρόσφατα πληγεί από συγκρούσεις, όπως Ιράκ, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Λιβύη και Σουδάν.

Αυτό το φαινόμενο μπορεί να είναι απόρροια τοπικών ταραχών σε μέρη του μουσουλμανικού κόσμου και της ανάμειξης ισλαμιστικών οργανώσεων σε συγκρούσεις σχετικές με την Αραβική Άνοιξη. Οι ισλαμιστικές εξεγέρσεις έχουν αυξηθεί από το 2001 και η άνοδος της τρομοκρατίας είναι μια πιθανή συνέπεια του παραπάνω. Πιθανόν τα αμυντικά μέτρα της Δύσης να προκάλεσαν μια αλλαγή στόχων. Ενώ η τρομοκρατία των τζιχαντιστών έχει ενισχυθεί και εξαπλωθεί τα τελευταία 15 χρόνια, όπως υποδεικνύεται από την ανατροπή σε χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία, ο χαρακτήρας της παραμένει περισσότερο τοπικός απ’ ό,τι διεθνής.

Είναι σημαντικό το ότι οι παρεμβάσεις των δυτικών χωρών μπορεί επίσης να συνεισφέρουν σε αυτήν την τρομοκρατική τάση στις μουσουλμανικές χώρες. Όπως ήταν αναμενόμενο, σε αυτές τις χώρες ανακαλύψαμε μια σαφή συσχέτιση δυτικών στρατιωτικών παρεμβάσεων από κυβερνήσεις που αντιμάχονται εμφύλιους πολέμους και εγχώριας τρομοκρατίας. Τα μοτίβα αποκάλυψαν ότι η δυτική παρέμβαση είναι συνδεδεμένη με μια διπλάσια και έως πενταπλάσια αύξηση των αναμενόμενων εγχώριων επιθέσεων. Αναμφίβολα, τα κράτη που παρεμβαίνουν συμμετέχουν μόνο στους πιο παρατεταμένους και ολέθριους πολέμους, εκεί όπου εξ αρχής υπάρχουν πιθανότητες εμφάνισης της τρομοκρατίας, πράγμα που σημαίνει ότι οι δυτικές παρεμβάσεις μπορεί να είναι τόσο σύμπτωμα της τρομοκρατίας σε αυτές τις χώρες, όσο και πιθανή αιτία. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει πολύπλευρες εξεγέρσεις σε χώρες όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η Συρία, η Λιβύη και το Μάλι.»[2]

Με την ίδια λογική και με τη μετέπειτα προφανή πείρα μας, ανατρέχουμε στα συμπεράσματα της ακαδημαϊκής έρευνας και εμπειρίας που επιβεβαιώνουν τη στενή σχέση μεταξύ αποτυχημένων κρατών, διεφθαρμένων, αδρανών κυβερνήσεων και οργανωμένου εγκλήματος. Φορείς τέτοιου είδους παίρνουν υπό την κατοχή τους το πεδίο όπου θα διεξάγουν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες, χρησιμοποιώντας σε ορισμένες περιπτώσεις τρομοκρατικές στρατηγικές ή εκμεταλλευόμενοι παραπολιτικά μοντέλα για να επιτύχουν τους στόχους τους.

Όταν αναλύουμε ένα εγκληματικό συμβάν, πρέπει να είμαστε πολύ συγκεκριμένοι ως προς το ίδιο το έγκλημα αλλά πρέπει επίσης να το τοποθετούμε στο γεωγραφικό και εδαφικό του πλαίσιο, αναλύοντας τις παραλλαγές του σε παρόμοια πλαίσια.

Αυτό μας χρησιμεύει για να καταλάβουμε ποια είδη πρόληψης και ανταπόκρισης πρέπει να εφαρμοστούν, ανάλογα επίσης με τις επιπτώσεις και τη διαθεσιμότητα των μέσων. Αν και μπορεί να ακουστεί μη πολιτικά ορθό, αναμφισβήτητα, τα τείχη της Ανατολικής Γερμανίας, της Παλαιστίνης και της Ιρλανδίας έπαιξαν αποτελεσματικά τον ρόλο τους στην εποχή τους και το ιστορικό πλαίσιό τους, σε σχέση με τα βασικά συμφέροντα των αντίστοιχων τότε κυβερνήσεων. Αντίθετα, τα τείχη που ανεγέρθηκαν στα σύνορα Μεξικού και ΗΠΑ, για παράδειγμα, δίνουν μια άλλη εντύπωση, γιατί οι πολιτικές συνθήκες και οι αξίες της ελευθερίας, της πολυφυλετικότητας και της ελεύθερης μετακίνησης στις ΗΠΑ έχουν μια άλλη αξία και σημασία σε σύγκριση με τις απαιτήσεις της ασφάλειας. Οπότε, με απλά λόγια, τα σκληρά ή μαλακά μέτρα που πρέπει να παρθούν στην πρόληψη πρέπει να επιλεχθούν με βάση τους εκάστοτε παράγοντες και την αναλογικότητά τους.

Σε αυτά τα θέματα, όπως μας υπενθυμίζει ο Nick Ross[3],

πρέπει να αποφύγουμε την ιδεολογία και να γίνουμε πολύ ευέλικτοι. Είναι ξεκάθαρο, για παράδειγμα, ότι ορισμένες στρατηγικές για την προστασία στόχων σε ευρωπαϊκές πόλεις θα διαφέρουν κατά πολύ από αυτές που πρέπει να υιοθετηθούν σε αντιτρομοκρατικές ενέργειες χωρών όπως η Συρία ή η Λιβύη, γιατί το επίπεδο προτεραιότητας της απειλής, είτε πραγματικό είτε εικαζόμενο, είναι διαφορετικό, ακόμα και αν ακολουθηθούν οι ίδιες τρομοκρατικές τακτικές (π.χ. επιθέσεις αυτοκτονίας). Κατά τον ίδιο τρόπο, στις μέρες μας, για παράδειγμα στην Υεμένη, την Αίγυπτο ή το Ισραήλ δεν θα ήταν πολύ λογικό να εφαρμόσουμε τα άκρως αποτελεσματικά αντιτρομοκρατικά μοντέλα πρόληψης της Ιρλανδικής Αστυνομίας, για τον απλό λόγο ότι οι συνθήκες (πραγματικές ή εικαζόμενες) όσον αφορά το περιβάλλον, την κοινωνία και την ασφάλεια είναι εντελώς διαφορετικές.

Σε ορισμένες χώρες, για να συνεχίσουμε με αυτό το παράδειγμα, τα προβλήματα πολιτικής φύσεως προξενούν αντιδράσεις που διέπονται από τη μονόπλευρη οπτική της ασφάλειας ή έχουν στρατιωτικό χαρακτήρα. Σε άλλες, αντίθετα, το στοιχείο της ασφάλειας δεν είναι παρά ένα από τα συστατικά μιας πολύ ευρύτερης επιχείρησης για τη διαχείριση των συγκρούσεων. Αν του δοθεί υπερβολική έμφαση, μπορεί να αποδειχθεί ζημιογόνο.

«Αν το κάνουμε σωστά: (1) Η τρομοκρατία μπορεί συχνά να κοπεί από τη ρίζα της, (2) Τα «περιστασιακά» μέτρα όπως η ενίσχυση των παθητικών μέτρων ασφαλείας του στόχου έχουν αποτέλεσμα, (3) Τα σκληρά στρατιωτικά αντίμετρα είναι πολύ ωφέλιμα όταν έχουν ακριβείς στόχους, (4) Οι πληροφορίες έχουν βασιλική θέση, (5) αλλά ο συμβιβασμός είναι ο αυτοκράτορας.» (Ross, 2009, σελ. 241)

Το πώς ιεραρχούμε αντιδράσεις, κατανέμουμε πόρους και ποια εργαλεία πρέπει να χρησιμοποιηθούν με βάση τις πολιτικές και τις πρακτικές αποτελούν μεταβλητές που πρέπει να συμμορφώνονται με το γενικότερο πλαίσιο, το οποίο αποτελεί βασική προϋπόθεση του σεναρίου ασφαλείας.

Οι παρακάτω διακρίσεις, επομένως, δεν είναι άμεσα αποδεκτές από μεθοδολογικής και επιστημονικής απόψεως:

  • η συχνή σύγκριση μεταξύ τρομοκρατικών τακτικών σε σενάρια πολέμου ή μετάβασης και φαινομένων βίας σε δυτικές χώρες,
  • Η υιοθέτηση ακραίων και δυσανάλογων στρατηγικών, όπως έγραψε ο David Altheide, που περιορίζουν «τις διανοητικές και ηθικές μας ικανότητες, μας στρέφουν εναντίων των άλλων, αλλάζουν τη συμπεριφορά μας και την οπτική μας και μας κάνουν ευάλωτους σε αυτούς που θέλουν να μας ελέγξουν για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα.»

ΜΑΘΗΜΑ 5 ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ:

Το πεδίο της ασφάλειας είναι ρευστό και όχι στατικό, όπως σε κάθε πεδίο όπου υπάρχει ανταγωνισμός για τον έλεγχο υλικών και άυλων πηγών πόρων. Όλοι οι φορείς αυτού του πεδίου είναι διαλειτουργικοί και η «ισχύς» τους ποικίλει ανάλογα με το πλαίσιο.

Η προσέγγιση της ΠΠΕ οραματίστηκε ένα πολλαπλό μοντέλο πρόληψης, βασισμένο σε ικανούς φύλακες, διαμεσολαβητές και τοπικά/διοικητικά στελέχη. Η κατάταξη είναι παράλληλη με αυτή που συνηθίζεται στις μέρες μας και που βασίζεται στους όρους επαγγελματίες πρώτης γραμμής (=τοπικά/διοικητικά στελέχη) και εμπλεκόμενοι φορείς (=ικανοί φύλακες, διαμεσολαβητές), που είναι πιο γενικοί.

Όσον αφορά τα εγκληματικά φαινόμενα, οι κατηγορίες «οργανωμένο έγκλημα» και «τρομοκρατία» καλύπτουν μια ποικιλία φαινομένων, γι’ αυτό και πίσω από τις κατηγορίες «εμπλεκόμενοι φορείς» και «επαγγελματίες πρώτης γραμμής» κρύβεται μια ποικιλία υποκειμένων με διάφορα και, σε πολλές περιπτώσεις, αποκλίνοντα ενδιαφέρονται και συμφέροντα.

Η φιλοσοφία του Κύβου βασίζεται στην ιδέα ότι τα κρίσιμα γεγονότα πάντα συμβαίνουν γιατί κάποιοι από τους εμπλεκόμενους φορείς δεν έχουν κάνει αρκετά καλά τη δουλειά τους, σε σχέση με τον ορισμό της κοινωνικής τους αποστολής. Όπως παρατήρησε ο Clarke (2006), πολλά από τα προβλήματα προκύπτουν γιατί ένα ή περισσότερα ιδρύματα δεν μπορούν ή δεν διατίθενται να διεξάγουν μια στρατηγική πρόληψης, ή γιατί τα ιδρύματα αυτά έχουν εσκεμμένα εδραιώσει μια κατάσταση που υποκινεί το έγκλημα και την αταξία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα επικίνδυνες εγκαταστάσεις και άλλες τη συγκέντρωση του εγκλήματος.

Η πρώτη ανακάλυψη είναι κοινότοπη και εύκολη να την καταλάβουμε: σε μια χώρα, τα συνηθισμένα προβλήματα ασφάλειας που εμφανίζονται σε διάφορα πλαίσια υποδεικνύουν διαφορετικούς υπεύθυνους με διαφορετικούς βαθμούς ευθύνης. Αν μια περίπτωση νεανικής παραβατικότητας εκτυλίσσεται σε ένα «Α» περιβάλλον (π.χ., ένα σχολείο του Μιλάνου), θα έχει διαφορετικούς ρόλους και επίπεδα ευθύνης σε σχέση με την αντίστοιχη περίπτωση παραβατικότητας «X» που εκτυλίσσεται σε ένα «B» περιβάλλον (π.χ. μια φυλακή της Νάπολης).

Η ιδέα ότι η πρόληψη συνδέεται με την υπερίσχυση των δυνάμεων ασφαλείας ή των υπηρεσιών πληροφοριών είναι παραπλανητική. Η λύση προβλημάτων απαιτεί συνήθως την ενεργή συνεργασία των ατόμων και ιδρυμάτων που δεν κατάφεραν να λάβουν υπόψη τους τις συνθήκες που προξένησαν το πρόβλημα. Τα άτομα αυτά μετατόπισαν την ανάληψη ευθύνης του προβλήματος από την δικαιοδοσία τους στη δικαιοδοσία της αστυνομίας. Κατά συνέπεια, ένας σημαντικός στόχος κάθε διαδικασίας λύσης προβλημάτων είναι να κάνουμε τα άτομα αυτά να αναλάβουν την ευθύνη και την αντίστοιχη κοινωνική υπευθυνότητα.

Υπάρχει, όμως, και μια βαθύτερη ανακάλυψη που αξίζει να αναφερθεί. Δεν πρέπει να φοβηθούμε την παραδοχή ότι πολλά προβλήματα που σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία προκύπτουν από τις αντιφάσεις των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων μας. Αντίθετα με όσα προσπαθούν να διαδώσουν ο τύπος και οι πολιτικοί υπό το παρόν σύστημα πεποιθήσεων, τα τρομοκρατικά συμβάντα ή τα εγκλήματα της μαφίας δεν υποκινούνται πάντα από τη Ντάες, έναν «ανώτερο μέντορα», κάποιον που στρατολογεί τρομοκράτες ή μια σκοτεινή διεθνή συνωμοσία.

Πολλά προβλήματα προκύπτουν από την αποτυχία ή την άρνηση κάποιου ιδρύματος -εμπορικού, κυβερνητικού, κοινωνικού ή άλλου τύπου- να διεξάγει την δραστηριότητά του έτσι ώστε να προλαμβάνει το έγκλημα αντί να το προκαλεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δραστηριότητες κάποιων κοινωνικών ιδρυμάτων μπορεί ακόμα και να πυροδοτήσουν επικίνδυνα συμβάντα.

Εν ολίγοις, πολλά προβλήματα προκύπτουν γιατί κάποιο ή περισσότερα ιδρύματα δεν είναι σε θέση (λόγω έλλειψης μέσων ή άγνοιας) ή δεν διατίθενται (λόγω κέρδους ή ιδεολογίας) να υιοθετήσουν μια στρατηγική πρόληψης.

Αυτό που δεν περιλαμβάνεται στα παρόντα μοντέλα είναι το γεγονός ότι σε διαφορετικά ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ και στα πλαίσια διαφόρων ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ, πρώτον (1), οι ρόλοι και τα συμφέροντα των επαγγελματιών πρώτης γραμμής και τον εμπλεκόμενων φορέων μπορεί να διασταυρώνονται και, δεύτερον (2), αυτοί οι οργανισμοί αποτελούνται από πολλές υποομάδες, κάθε μία με τα δικά της, συχνά ανταγωνιστικά, ενδιαφέροντα και συμφέροντα, με αποτέλεσμα η ασφάλεια να γίνεται υποχείριο σκοτεινών στόχων.

Οι διωκτικές αρχές και οι υπηρεσίες πληροφοριών είναι κυβερνητικοί φορείς και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είδαμε, οι κυβερνήσεις κάποιων κρατών αποτελούν έναν από τους παράγοντες που προωθούν εγκληματικά ή τρομοκρατικά φαινόμενα είτε εκούσια (αθέμιτη σύμπραξη) είτε ακούσια.

Οι Ικανοί Φύλακες και οι Διαμεσολαβητές, από την άλλη, είναι συνήθως στοιχεία που προέρχονται από το κοινωνικό περιβάλλον, ειδικά αν δεν πρόκειται για δημόσιους υπαλλήλους. Παρ’ όλα αυτά, τα συμφέροντά τους δεν συμπίπτουν πάντα με εκείνα των κυβερνήσεων. Δεν απλώς ένα ζήτημα πολιτικής, πλειοψηφιών και αντιπολίτευσης, ριζοσπαστικότητας, κοινωνικών κινημάτων ή τρομοκρατίας. Σε περιπτώσεις που, για παράδειγμα, η πολιτική δύναμη γίνεται έρμαιο της μαφίας, η οποία ελέγχει την εκλογή των πολιτικών και τη διεξαγωγή των δημόσιων συμβάσεων, οι πολίτες ή οι μεμονωμένες ομάδες δεν μοιράζονται πλέον τους ίδιους στόχους με την κυρίαρχη ελίτ, γιατί το χρέος της συντήρησης μιας διεφθαρμένης κυβέρνησης γίνεται πλέον δυσβάστακτο. Παρόμοιες περιπτώσεις υπάρχουν σήμερα σε εμφανώς δικτατορικές χώρες, όπου η ασφάλεια γίνεται ένα όργανο καταπίεσης εις βάρος των πολιτών.

Υπάρχουν επίσης κοινότητες μεταναστών που ζουν υπό αντιφατικές νομικές και δικαστικές συνθήκες, των οποίων τα συμφέροντα αντιπαρατίθενται στα συμφέροντα του κράτους και των πολιτών της χώρας: τα κράτη θέλουν να μειώσουν το κόστος και τις πολιτικές συνέπειες της μετανάστευσης, ενώ οι μετανάστες δεν θέλουν να επιστρέψουν στους πολέμους ή τις απελπιστικές συνθήκες από τις οποίες διέφυγαν. Η σύγκρουση συμφερόντων μπορεί τότε να πάρει πολλές μορφές: ομάδες πολιτών που κατοικούν σε κάποια χώρα, που έχουν ίσως ήδη πληγεί από την οικονομική κρίση, δεν θέλουν να υπάρχουν μετανάστες των οποίων η πρόνοια βασίζεται στις ευκαιρίες τους για εργασία.

Επίσης, το περιβάλλον όπου εμφανίζονται αυτά τα φαινόμενα παίζει αποφασιστικό ρόλο, όπως και τα καθήκοντα των επαγγελματιών πρώτης γραμμής και των εμπλεκόμενων φορέων. Σκεφτείτε απλά την κατάσταση των κρατουμένων στις φυλακές: μόνο κάποιος εξαιρετικά καλοπροαίρετος θα υποστήριζε ότι τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με εκείνα των φυλάκων.

Έχουμε επίσης συγκλονιστικές περιπτώσεις φαινομένων όπως τα wikileaks, που έδειξαν πώς τα κράτη ενεργούν κατά των πολιτών τους στο όνομα της ασφάλειας, εξασκώντας την ισχύ τους με την μορφή αφηγημάτων που προβάλλουν την ασφάλεια. Αυτό το μοτίβο γίνεται όλο και πιο σημαντικό τα τελευταία χρόνια και έχει πάρει διαστάσεις που ήταν άγνωστες στα μοντέλα πρόληψης προ wikileaks και της έλευσης του παγκοσμίου δικτύου.

 

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέσα στην ίδια κατηγορία (π.χ. «δυνάμεις ασφαλείας») συνυπάρχουν πολλές άλλες υποκατηγορίες, κάθε μία με τον δικό της ρόλο και διαφορετικό βαθμό διαχωρισμού και ιεραρχίας, που δεν συμπίπτουν πάντα.  Είδαμε πόσο σημαντικό είναι διατηρούμε τον διαχωρισμό μεταξύ ρόλων πληροφόρησης, λειτουργιών και διαδικασιών. Το ίδιο όμως ισχύει και για τη δικαιοσύνη, όπου επίσης πρέπει να γίνεται μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ ερευνητικών και δικαστικών λειτουργιών. Από την άλλη, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αστυνομικών δυνάμεων, δικαστικών λειτουργών και υπηρεσιών πληροφοριών, αν και περιορίζεται από κλειστές διαδικασίες, παίζει θεμελιώδη ρόλο για την πρόληψη.

Αυτά είναι μόνο κάποια παραδείγματα από τα πολλά που μπορούμε να αναφέρουμε, τα οποία δείχνουν πως οι παραδοσιακές κατηγορίες πρόληψης μπορεί να είναι πολύ πιο ρευστές απ’ ότι φαίνεται εξαρχής και ότι οι διαφορές και διαχωρισμοί είναι μέρος του συστήματος που μέχρι σήμερα μας εξασφάλιζε ισορροπία, ελευθερία και σταθερότητα. Ταυτόχρονα, αυτά τα παραδείγματα αποδεικνύουν επίσης την ανάγκη να γίνουν καλά ρυθμισμένες αλλαγές στο σύστημα πρόληψης, έτσι ώστε να προσαρμόσουμε τις σχετικές δραστηριότητες στην πολυπλοκότητα των φαινομένων.

Η στατική φύση των μοντέλων που ακολουθούνται είναι, πιθανόν, το βασικό σφάλμα που διαπερνά τις τρέχουσες πολιτικές πρόληψης. Οι πολιτικές αυτές έχουν εφαρμόσει μοντέλα βασισμένα στην κυριαρχία των αστυνομικών δυνάμεων και της ιεραρχίας του τομέα της ασφάλειας σε προβλήματα που έχουν κάποια σχέση με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα, κατά τη διάρκεια κρίσιμων και σημαντικών γεγονότων. Οι διαφορές και η λεπτομέρεια είναι θεμελιώδεις στην πρόληψη, ενώ οι ιδεολογικές ετικέτες («τρομοκρατικά εγκλήματα» ή «εγκλήματα μαφίας»), αν και ελκύουν τον τύπο, δεν λειτουργούν σχεδόν ποτέ όταν εφαρμόζονται στην πρόληψη. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι γενικές ετικέτες «εμπλεκόμενοι φορείς» ή «επαγγελματίες της πρώτης γραμμής» δεν δηλώνουν πολλά σχετικά με την «ανάληψη ευθύνης» και την αποτελεσματικότητα των προληπτικών ενεργειών, γιατί κρύβουν μέσα τους μια πολυφωνία στοιχείων, συμφερόντων και τρόπων λειτουργίας, αλλά και δεξιότητες και ευθύνες.

Έτσι, λόγω αυτού του ζητήματος, ο Κύβος ανέλαβε να εισάγει νέες κατηγορίες υποκειμένων (ή «δυνάμεων») που ανήκουν στο  εικονικό πεδίο  της ασφάλειας, με διαφορετικά «βάρη» και «όργανα» η καθεμία στην προσομοίωση της αλληλεπίδρασής τους. Αυτές περιλαμβάνουν τα ΜΜΕ, την πολιτική, κράτη και υπερεθνικούς οργανισμούς που παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στο σύστημα πρόληψης.

ΜΑΘΗΜΑ 6 ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ:

Οι υπεύθυνοι, οι εμπλεκόμενοι φορείς και οι επαγγελματίες πρώτης γραμμής αποτελούν ρευστά πεδία μέσα στο πεδίο της ασφάλειας και περικλείουν πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζει κανείς.


[1]  Sean M. Zeigler and Meagan Smith, Terrorism Before and During the War on Terror: – a more dangerous world?, Sage Publications, October-December 2017, pg. 1-8, consulted on 2-1-2018 in http://journals.sagepub.com/doi/pdf/10.1177/2053168017739757 . On this topic see also Findley MG and Young JK (2012) Terrorism and civil war: A spatial and temporal approach to a conceptual problem. Perspectives on Politics 10(02): 285–305. Findley MG and Young JK (2015) Terrorism, spoiling, and the resolution of civil wars. The Journal of Politics, 77(4): 1115–1128.

[2] Sean M. Zeigler and Meagan Smith, Terrorism Before and During the War on Terror: A Look at the Numbers, in  War on the Rocks, National Security Network-University of Texas, December 2017

[3] Nick Ross, How to Lose the War on Terror: lessons of a 30 Year War in Northern Ireland, Crime Prevention Studies, Vol. 25 (2009), pg. 229-244