Curricula - Knowledge - Navigation

Κατευθυντήριες γραμμές για την πρόληψη

Το CHEERS αποκτά καινούριο νόημα: Σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να χρησιμοποιείται ο κύβος;

Τα τελευταία χρόνια, κατακλυζόμαστε από αναλύσεις σχετικές με τις ιδέες των δραστών και τη σκιαγράφηση των ατόμων και των κοινοτήτων. Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες για Μουσουλμάνους,  Χριστιανούς, εξτρεμιστές, ριζοσπάστες, μετανάστες, «εγκληματικές μορφές» και άλλα παρόμοια ζητήματα. Ολόκληρες κοινότητες και κοινωνικές ομάδες βρέθηκαν υπό την εξονυχιστική έρευνα υπηρεσιών πληροφοριών και αστυνομικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα μεγάλα μέρη του πληθυσμού να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στα κράτη και τους υπερεθνικούς οργανισμούς και να οδηγηθούν σε διάφορες μορφές κλιμάκωσης του ζητήματος και διαμαρτυρίες. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο η σημαντικότερη δραστηριότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να είναι η σκιαγράφηση των προφίλ και η χρήση τους στη μαζική επιτήρηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι πολιτικοί έχτισαν επαγγελματικές σταδιοδρομίες, συγκέντρωσαν υλικό και απέκτησαν ισχύ.

Για αυτό και δηλώνουμε άμεσα ότι το μοντέλο του «Κύβου» αναλύει μόνο πραγματικά προβλήματα, δηλαδή είναι ένα εργαλείο ουδέτερης ασφάλειας. Οι περιπτώσεις που μπορούν να αναλυθούν με τον «Κύβο» είναι συγκρίσιμες και επαναλαμβανόμενες σύμφωνα με το πρότυπο που ορίζει το ακρωνύμιο ‘CHEERS’, το οποίο περιλαμβάνει έξι στοιχεία για να ορίσει ένα πρόβλημα ως μέρος των εφαρμογών του «Κύβου»: Community; Harm; Expectation; Events; Recurring; and Similarity, που στα ελληνικά σημαίνουν «Κοινότητα, Επιζήμιες συνέπειες, Προσδοκία, Γεγονότα, Επαναλαμβανόμενα, Ομοιότητα».

  • Τα προβλήματα της Κοινότητας βιώνονται από το «κοινό», δηλαδή μια διαστρωμάτωση διαφορετικών υποομάδων (ή υποκοινοτήτων) που αποτελείται από άτομα, πλειοψηφίες και μειοψηφίες, επιχειρήσεις, κυβερνητικούς οργανισμούς, κόμματα και άλλες ομάδες.
  • Προκειμένου να λάβει μέρος στην πρακτική εφαρμογή του Κύβου, ένα γεγονός πρέπει να έχει αντίκτυπο σε μέλη του κοινού και να έχει προκαλέσει Επιζήμιες συνέπειες σε μια ολόκληρη κοινότητα ή σε κάποιο τμήμα της. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με σοβαρά εγκλήματα που αποτελούν παραβιάσεις του νόμου, και η νομιμότητα, συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων προληπτικών μέτρων, είναι ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό των προβλημάτων, σε αντίθεση με τις σύγχρονες μεθόδους της ΠΠΕ (Clarke και Eck, 2003).
  • Οι Προσδοκίες έχουν να κάνουν με όλα όσα η κοινότητα (ή ένα μεγάλο μέρος των μελών της) περιμένει να γίνουν από το σύστημα ασφαλείας έτσι ώστε αυτό να αντιμετωπίσει τα αίτια των επιζήμιων συνεπειών.
  • Τα Γεγονότα αναφέρονται σε μια σειρά περιστατικών ασφαλείας που κατατάσσονται στα «σοβαρά εγκλήματα», όπως ορίστηκαν από τη Σύμβαση του Παλέρμο και την Οδηγία (EΕ) 2017/541.
  • Επαναλαμβανόμενα σημαίνει ότι παρόμοια περιστατικά πρέπει να επαναληφθούν σε παρόμοια περιβάλλοντα. Μπορεί να αποτελούν συμπτώματα ενός σοβαρού ή χρόνιου προβλήματος. Είτε σοβαρό είτε χρόνιο, αν δεν γίνει κάτι, αυτά τα περιστατικά θα συνεχίσουν να συμβαίνουν και γι’ αυτόν τον λόγο η πρόληψη είναι θεμελιώδης. Αν δεν αναμένεται η επανάληψή τους, η λύση προβλημάτων μπορεί να μην είναι απαραίτητη.
  • Ομοιότητα σημαίνει ότι τα γεγονότα είναι παρόμοια ή σχετικά. Μπορεί να διαπράχθηκαν από το ίδιο άτομο, να συνέβησαν στον ίδιο τύπο θύματος, να συνέβησαν σε τοποθεσίες παρομοίου τύπου, σε παρόμοιες συνθήκες, να έγιναν με το ίδιο είδος όπλου ή να έχουν έναν ή παραπάνω κοινούς παράγοντες. Χωρίς κοινά χαρακτηριστικά, αυτό που έχουμε είναι μια τυχαία συλλογή γεγονότων αντί για ένα πρόβλημα κατάλληλο για τον Κύβο. Με κοινά χαρακτηριστικά, έχουμε ένα κοινό μοτίβο γεγονότων. Τα κοινά μοτίβα του εγκλήματος και της αταξίας συχνά είναι συμπτώματα προβλημάτων.

Τα κίνητρα ως μέρος της ορθολογικής θεωρίας

Εκτός από το παραδοσιακό μοντέλο CHEERS στην ΠΠΕ, θα πρέπει να ενσωματώσουμε και νέους αναλυτικούς παράγοντες, αν θέλουμε να συλλάβουμε τον χαρακτήρα των νέων μορφών «σοβαρού εγκλήματος», ειδικά στο πεδίο της προ-εγκληματικής πρόληψης.

Αυτό μας οδηγεί στο να εισάγουμε το στοιχείο των κινήτρων στις μεταβλητές του «Κύβου», δηλαδή αυτό που υποκινεί κάποιες ενέργειες να εμφανίζονται ως περιστασιακές συμβολές, σε αντίθεση με τη σκιαγράφηση και μαζί με την «ετοιμότητα», δύο ως επί το πλείστον νέα συστατικά που καθιστούν το μοντέλο του Κύβου δυναμικό.

Πράγματι, η προϋπόθεση της τρομοκρατίας ορίζεται από την πρόσφατη Οδηγία (ΕΕ) 2017/541:

(…) για να εκφοβίσουν σοβαρά έναν πληθυσμό, να εξαναγκάσουν αθέμιτα κυβέρνηση ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχουν από την εκτέλεσή της, ή να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά ή να καταστρέψουν τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού.  Η απειλή τέλεσης αυτών των εκ προθέσεως πράξεων θα πρέπει επίσης να θεωρείται ότι είναι τρομοκρατικό έγκλημα, όταν αποδεικνύεται, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι η απειλή αυτή πραγματοποιήθηκε με οποιονδήποτε από αυτούς τους τρομοκρατικούς σκοπούς. Αντιθέτως, πράξεις που αποσκοπούν, για παράδειγμα, να εξαναγκάσουν μια κυβέρνηση να προβεί ή να απέχει από οποιαδήποτε πράξη, χωρίς, ωστόσο, να περιλαμβάνονται στον εξαντλητικό κατάλογο σοβαρών εγκλημάτων, δεν θεωρούνται ως τρομοκρατικά εγκλήματα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.[1]

Για το σοβαρό και το οργανωμένο έγκλημα, η Σύμβαση του Παλέρμο όρισε 3 θεμελιώδη κριτήρια για να ορίσει ένα μεγάλο φάσμα τύπων εγκλήματος, τα οποία έχουν στον πυρήνα τους την απόκτηση υλικών οφελών:

(α) «Οργανωμένη εγκληματική ομάδα» νοείται δομημένη ομάδα τριών ή

 περισσότερων προσώπων που υπάρχει για κάποια χρονική περίοδο και ενεργεί με κοινό σκοπό τέλεσης ενός ή περισσότερων σοβαρών εγκλημάτων ή εγκλημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, προκειμένου να ποριστεί αμέσως ή εμμέσως οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.

(β) «Σοβαρό έγκλημα» νοείται συμπεριφορά η οποία συνιστά αδίκημα που τιμωρείται

με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ανώτατο όριο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τέσσερα έτη ή με αυστηρότερη ποινή.

(γ) «Δομημένη ομάδα» νοείται ομάδα που δεν σχηματίζεται τυχαία

για την άμεση τέλεση αδικήματος, και η οποία δεν απαιτείται να έχει τυπικά προσδιορισμένους ρόλους για τα μέλη της, συνέχεια στη σύνθεσή της ή αναπτυγμένη δομή.[2]

Οι δεδηλωμένοι στόχοι είναι, επομένως, το στοιχείο που κάνει τα δύο φαινόμενα να διαφέρουν περισσότερο, συχνά πέρα από την απλή φαινομενολογία ή το υλικοτεχνικό πλαίσιο, τα οποία, σε συγκεκριμένες χρονικές φάσεις και γεωγραφικές περιοχές, μπορεί να αλληλοσυμπληρώνονται.

Αλλά οι στόχοι και τα κίνητρα στην πραγματικότητα διαφέρουν. Από τη μία, όντως, ένα τρομοκρατικό έγκλημα, στην εκτέλεσή του, μπορεί να αφομοιωθεί από μορφές οργανωμένου εγκλήματος. Σύμφωνα, όμως, με τους σκοπούς του, μπορεί να έχει διαφορετικές ερμηνείες (και συνεπώς να επιστρατεύσει αντιφατικές στρατηγικές μείωσης των επιζήμιων συνεπειών). Τέλος, και τα δύο μπορεί να έχουν κοινά βασικά κίνητρα πέρα από τους δεδηλωμένους στόχους. Για παράδειγμα, τόσο σε περιπτώσεις πολιτικής τρομοκρατίας όσο και οργανωμένου εγκλήματος τύπου μαφίας μπορεί να υφίστανται κοινά κίνητρα όπως ο έλεγχος των υλικών και άυλων πηγών πόρων, στοιχεία εδαφικής εξουσίας ή ο έλεγχος πολιτικών συστημάτων, αλλά με διαφορετικούς ή, πιθανώς, αντικρουόμενους σκοπούς στρατηγικής ή τακτικής φύσεως.

Σε πολλές περιπτώσεις, επίσης πρόσφατα, ορισμένες τρομοκρατικές ομάδες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν υλικοτεχνικά πλαίσια οργανωμένου εγκλήματος για να προμηθευτούν όπλα ή άλλα είδη μέσων. Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, όπως αυτές της τρομοκρατίας στην Ιταλία στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, έγιναν όντως κοινές ενέργειες, με την «Μπάντα ντε λα Μαλιάνα» και τις ομάδες NAR να μοιράζονται τα ίδια οπλοστάσια. Εν πάση περιπτώσει, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά των στόχων των εγκληματικών φαινομένων, η αστυνομία κατάφερε να κατατροπώσει τις τρομοκρατικές ομάδες με το να εκμεταλλευτεί τα τρωτά σημεία αυτών των εγκληματιών. Η πίεση των ενεργειών της αστυνομίας μπορεί, τελικά, να προσδιορίσει μια αντίθεση ανάμεσα στους στόχους του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η ικανότητα να ενεργούμε σύμφωνα με τα τελικά κίνητρα συγκεκριμένων δραστών της εγκληματικής σφαίρας είναι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η ανάλυση θεωρείται όργανο της πρόληψης.

Γι’ αυτόν τον λόγο, τα κίνητρα μετατράπηκαν γρήγορα σε σημαντικό στοιχείο της ΠΠΕ την τελευταία δεκαετία, πέρα από τα προβλήματα και τη σκιαγράφηση προφίλ.

 

Όταν μελετούσε τη φυλακή και τις παμπ, ο Richard Wortley παρατήρησε ότι ο συνωστισμός, η δυσφορία και η αγένεια προκαλούσαν τη βία και στα δύο περιβάλλοντα.

Αυτό τον οδήγησε στο επιχείρημα ότι η περιστασιακή πρόληψη είχε επικεντρωθεί υπερβολικά στις ευκαιρίες για έγκλημα αμελώντας τα χαρακτηριστικά της περίπτωσης που επισπεύδουν ή προκαλούν το έγκλημα.

Ως αποτέλεσμα της δουλειάς του, οι Clark και Cornish συμπεριέλαβαν πέντε τεχνικές για να μειώσουν αυτό που αποκαλούν «προκλήσεις» στη νέα τους κατηγοριοποίηση των περιστασιακών τεχνικών.[3] Αυτοί οι παράγοντες έχουν μεγάλη σημασία στην πρόληψη.

Η εισαγωγή «ιδεολογικών» μοτίβων στα πλαίσια του παραδοσιακού περιστασιακού μοντέλου έχει, εντούτοις, δημιουργήσει κάποια σύγχυση, ειδικά όταν τα αφηγήματα (ιδέες, θρησκείες, πολιτικές στάσεις) συγχέονται με τα «κίνητρα» που υποβόσκουν στην ορθολογική θεωρία. Με αυτήν τη σύγχυση, τα μοντέλα περιστασιακής πρόληψης επανέλαβαν σφάλματα στο κοινωνικο-ψυχολογικό επίπεδο πρόληψης και συχνά εξελίχθηκαν σε Πρόληψη Τρομοκρατικού Εγκλήματος (TCP), που είναι η πιο πρόσφατη εκδοχή των συστημάτων επιτήρησης. Στην πραγματικότητα, τα αφηγήματα, εκτός του ότι εναλλάσσονται εύκολα, είναι κάτι που έχουν από κοινού οι εγκληματίες, οι απλοί αντίπαλοι αλλά και οι αθώοι πολίτες με λευκό ποινικό μητρώο. Οπότε, με το να επικεντρώνουμε την εργασία μας στη σκιαγράφηση και στους δράστες, δημιουργείται ο κίνδυνος να έρθουμε αντιμέτωποι με ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα, εκτός του ότι δεν θα συλλάβουμε τις δυναμικές των εγκληματικών φαινομένων που έχουν τις ρίζες τους στο περιβάλλον αντί στους δράστες.

Όπως είδαμε παραπάνω, μια από τις δριμύτερες κριτικές κατά της βρετανικής στρατηγικής «Prevent» (Πρόληψη) είναι αυτή ακριβώς, το ότι υιοθέτησε ψυχολογικά μοντέλα για τη μαζική επιτήρηση τα οποία είχαν δοκιμαστεί σε φυλακές για τη μελέτη εγκληματιών, μα τα οποία αργότερα εφαρμόστηκαν σε προγράμματα μαζικής επιτήρησης με στόχο την «πληθυσμιακή αλλαγή» και την προσδοκία ανίχνευσης των «Παραβατών Υψηλού Κινδύνου» με βάση ιδεολογίες, συστήματα πεποιθήσεων και απόψεις. Αυτές οι πολιτικές οδήγησαν σε άνοδο των εγκληματικών φαινομένων αντί για πτώση, επειδή προκάλεσαν αντιδράσεις «ανυπακοής» μεγάλης κλίμακας στις κοινότητες «υπόπτων».

Η τελευταία ΠΠΤ φαίνεται ότι υπέπεσε στο σφάλμα προηγούμενων κοινωνιολογικών και ψυχολογικών μοντέλων πρόληψης με το να συμπεριλάβει «γνωστικές προϋποθέσεις» στους «εγγύς παράγοντες εγκλήματος» στην ανάλυση των εγκλημάτων παράλειψης και των εγκληματιών που δεν έκαναν χρήση βίας. Επίσης, έθεσε το ζήτημα της «εξουδετέρωσης» των πεποιθήσεων και ενάντιων συναισθημάτων (Belli & Freilich, 2009, σελ. 188-189 για τους διαμαρτυρόμενους  κατά της φορολογίας). Στην ουσία, με το να εξελιχθεί σε ΠΠΤ, υιοθέτησε απλουστευτικές θεωρίες με λογική «ιμάντα μεταφοράς» και πολύ έντονο ιδεολογικό περιεχόμενο που μετατράπηκαν σε εγκληματογόνο παράγοντα, αντί προληπτικό και προστατευτικό.

Στην πραγματικότητα, οι τρέχουσες αυτές θεωρίες πρόληψης δεν χρησιμεύουν πολύ στην αντιμετώπιση του εγκλήματος στην πραγματική ζωή γιατί τείνουν να εντοπίζουν τα αίτια σε μακρινούς παράγοντες που έχουν να κάνουν με τη σκιαγράφηση των δραστών, όπως πρακτικές ανατροφής παιδιών, γενετική προέλευση, ιδεολογίες, πίστη και ψυχολογικές ή κοινωνικές διαδικασίες. Αυτοί βρίσκονται, ως επί το πλείστον, πέρα από το πεδίο της καθημερινής πρακτικής, απαιτούν επικίνδυνα ιδεολογικά συστήματα «δεικτών κινδύνου» που συνδέονται με μία συγκεκριμένη ατομική (ή ομαδική) προσωπικότητα και θέτουν τις ενέργειες αστυνόμευσης σε κίνδυνο παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων και διεθνών συμβάσεων. Τέλος, υποχρεώνουν ουδέτερα ιδρύματα να γίνουν προπαγανδιστές προσωρινών κυβερνήσεων.

Γι’ αυτόν τον πολύ συγκεκριμένο λόγο, που έχει σημαντικές τεχνικές και νομικές συνέπειες, ο «Κύβος» διατηρεί την βασική δομή πρόληψης της κλασσικής διαδικασίας ΠΠΕ, απορρίπτοντας την επέκταση της Περιστασιακής Πρόληψης της Τρομοκρατίας (SPT), πλαισιώνοντας τα κίνητρα και τις συνεπαγόμενες «ήπιες τεχνικές πρόληψης» με ένα διαφορετικό, νέο, καινοτόμο και δυναμικό μοντέλο.

Στο μοντέλο του «Κύβου» οι ιδεολογίες, πεποιθήσεις και ιδέες αποτελούν μέρος μιας δυναμικής περιβαλλοντικής αλληλεπίδρασης και δεν θεωρούνται «πρωταρχικά αίτια».

 

Αυτοί οι ιδιαίτερα ευαίσθητοι παράγοντες είναι ειδικά συνδεδεμένοι με συγκεκριμένες περιστάσεις και δεν θεωρούνται εγκληματογόνοι. Τα κίνητρα έχουν πολλαπλές σημασίες και συνδέονται μεταξύ τους σε περιστασιακό και χρονικό επίπεδο. Γι’ αυτόν τον λόγο, αυτού του είδους οι «δείκτες» μπορεί να γίνουν υποχείριο όλων των ανταγωνιζόμενων μερών.

 

«Έτσι, αν είσαι Κινέζος, η μεγαλύτερη απειλή αυτή τη στιγμή είναι οι Θιβετιανοί, οι Ουιγκούρ και άλλοι εθνικιστές. Αν βρίσκεσαι στο Ιράκ, είναι η θρησκεία (ο σεκταρισμός είναι πολύ πιο επικίνδυνος από την εξέγερση). Αν είσαι στην Ισπανία, τη Σρι Λάνκα ή την Τουρκία, είναι ο αυτονομιστικός εθνικισμός. (…) Κάποιοι από τους ιδρυτές του Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένου του μετέπειτα πρωθυπουργού Μεναχέμ Μπέγκιν, παραβίασαν βίαια μια εντολή της Κοινωνίας των Εθνών και ανατίναξαν το ξενοδοχείο «Βασιλιάς Δαυίδ» στην Ιερουσαλήμ θανατώνοντας πάνω από 90 άτομα. Στις μέρες μας, κάτι αντίστοιχο θα ήταν η δολοφονία ειρηνευτών του ΟΗΕ. Επιπλέον, ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που σκότωσαν πολλούς παραπάνω από 100 Άραβες, κυρίως ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά, στη διαβόητη σφαγή του Ντέιρ Γιασίν. Αλλά υποκριτές δεν είναι μόνο οι Ισραηλινοί. Είμαστε όλοι μας. Στη πραγματικότητα, τρομοκρατία είναι όσα κάνουν οι άλλοι, ποτέ όσα κάνουμε εμείς. Ίσως αυτό να είναι και το μόνο βασικό χαρακτηριστικό της. Γι’ αυτό η Αμερική βλέπει τους Ισλαμιστές φονταμενταλιστές ως μέρος του «Άξονα του Κακού» και  γι’ αυτό εκείνοι, με τη σειρά τους, θεωρούν την Αμερική τον Μεγάλο Σατανά (…) Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι η στάση μας αλλάζει όταν νικούν οι τρομοκράτες. (…) Ο Νέλσον Μαντέλα, επί δεκαετίες καταχωρημένος ως τρομοκράτης στις ΗΠΑ, έγινε πρωθυπουργός της Νότιας Αφρικής, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ειρήνης και ίσως είναι ο πιο τιμημένος άνθρωπος στη Γη. Επίσης, η στάση μας αλλάζει όταν η τρομοκρατία πλήττει εμάς προσωπικά και όχι κάποιον που βρίσκεται πολύ μακριά. Ως Βρετανός πολίτης, γνωρίζω πολύ καλά ότι πολλοί Αμερικανοί, με την κρυφή συναίνεση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, έδωσαν χρήματα -εκατομμύρια δολάρια- στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό. Τόσο βραχύχρονη είναι η μνήμη μας; Τόσο επιφανειακές είναι οι ηθικές μας αξίες ή τόσο ευέλικτος είναι ο ορισμός που δίνουμε στην τρομοκρατία; Προφανώς, ναι.» (Ross, 2009, σελ. 232)

Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για παρόμοιες, ρευστές περιπτώσεις στη συνεργασία μεταξύ μαφίας και εθνικής ή διεθνούς πολιτικής στην Ιταλία, αρχίζοντας από τον Β’ Παγκ. Πολ. και τον ρόλο της αμερικανικής μαφίας στην απελευθέρωση της Σικελίας.

Όλες οι απόπειρες μετατροπής αυτών των ιδεολογικών στοιχείων σε τεχνικές ασφαλείας γρήγορα μετατράπηκαν σε αμιγώς πολιτικές και χειριστικές ενέργειες από κάποιον από τους πρωταγωνιστές των συμβάντων. Γι’ αυτό, η χρήση τους έγινε διφορούμενη: θα μπορούσαν να είναι προστατευτικά στοιχεία αλλά και να αποτελέσουν έναν παράγοντα περαιτέρω κλιμάκωσης, όπως θα δούμε σύντομα στην ανάλυση των εμπλεκόμενων φορέων.

Τα κίνητρα είναι σχετικά. Το σημαντικό είναι πώς τα εκλαμβάνουν οι πρωταγωνιστές σε σχέση με τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής, η οποία εξ αρχής πρότεινε την αξιολόγηση των δυναμικών παράλογων σκεπτικών («περιορισμένο» ή «δεσμευμένο» σκεπτικό) για τον σχεδιασμό προληπτικών ενεργειών και αυτό ακριβώς αποτελεί τη βάση του «Μοντέλου του Κύβου»:

«Η συμπεριφορά των δραστών σε καταστάσεις (υλικά και κοινωνικά περιβάλλοντα) εξαρτάται από το πώς τα εκλαμβάνουν. Αυτό που εκλαμβάνουν είναι οι προσωπικές τους ανάγκες (θέλουν χρήματα γιατί είναι ναρκομανείς), και εκλαμβάνουν τα περιβάλλοντα (κοντινά και μακρινά) ως κάτι που τους προσφέρει ευκαιρίες να εφαρμόσουν το σχέδιο δράσης τους, είτε πρόκειται για διάρρηξη, ληστεία τράπεζας είτε για τρομοκρατική ενέργεια. Το γιατί οι δράστες επιλέγουν να διαπράξουν ένα έγκλημα ως μέσο εύρεσης χρημάτων αντί να βρουν μια δουλειά είναι ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο από τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής. Ή, τουλάχιστον, θεωρείται λιγότερο σημαντικό από το ερώτημα του γιατί ο δράστης επιλέγει τη διάρρηξη από τη ληστεία τράπεζας ή γιατί ο τρομοκράτης επιλέγει να ανατινάξει ένα κτίριο από το να κάνει αεροπειρατεία. Αυτό που διαμορφώνει την πορεία δράσης των δραστών είναι το πώς αντιλαμβάνονται τόσο τις ευκαιρίες όσο και τους περιορισμούς. Για τον εξωτερικό παρατηρητή της συμπεριφοράς τους, οι ενέργειες που πραγματοποιούν οι δράστες μπορεί να φανούν λογικές ή όχι. Για τον δράστη, η συμπεριφορά εκλαμβάνεται ως ένας λογικός τρόπος να πετύχει έναν στόχο.» (Freilich και Newman)

Υπό αυτήν τη σκοπιά, τα φαινόμενα της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος έχουν έναν κάποιο βαθμό «ορθολογισμού» και «δικαιολογημένης δράσης», ακόμα κι αν στον εξωτερικό παρατηρητή φαίνονται εντελώς παράλογες ή άσκοπες, αν τα επιχειρήματα που υιοθετούν οι δράστες των πράξεων δικαιολογούν τις προσδοκίες του ατόμου.

Ο φαινομενικός παραλογισμός ενός βομβιστή αυτοκτονίας στην πραγματικότητα κρύβει πίσω του την εύλογη αναζήτηση ενός ανώτερου «καλού» το οποίο αποτελεί γι’ αυτόν ή γι’ αυτήν έναν συνειδητό ή ασυνείδητο σκοπό (Becker, 1968, Tilley, 1997, σελ. 95-107; Newman, 1997, σελ. 21). Η διαφορά μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου αντιστοιχεί απόλυτα στη διαφορά μεταξύ αφηγημάτων και κινήτρων και έχει κεντρική σημασία προκειμένου να κατανοήσουμε τον όρο «δράστης με κίνητρο».

Υπάρχει όντως μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ κινήτρων και αφηγημάτων που δικαιολογούν ενέργειες κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Το σημαντικό είναι πώς τα χρησιμοποιούν τα εμπλεκόμενα μέρη: η κυβερνητική εξουσία μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για να κερδίσει τη συναίνεση για τις δικές της πολιτικές ασφαλείας. Οι δράστες, αντίθετα, για να δικαιολογήσουν εγκληματικές ενέργειες που θεωρούνται ανήθικες από την πλειοψηφία. Τα αφηγήματα, στα οποία συχνά επικεντρώνεται η σκιαγράφηση (μουσουλμάνοι, χριστιανοί, εξτρεμιστές, ριζοσπάστες, κτλ.), μπορεί να υιοθετηθούν προσωρινά για να δικαιολογήσουν ή να κινητοποιήσουν κάτι εντελώς διαφορετικό ή για να τραβήξουν την προσοχή, βασιζόμενα σε μηχανισμούς μίμησης στους οποίους τα κίνητρα συμπίπτουν με βασικές ανάγκες. Σε άλλες περιπτώσεις, τα αφηγήματα χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν όποιον θεωρείται εχθρός, αλλά, επίσης, και για να συνάψουν συμμαχίες ή να βρουν υποστηρικτές, όπως συμβαίνει συχνά σε φυλακές ή στο χώρο της διεθνούς πολιτικής. Επίσης, πρόσφατα, πολλά καθεστώτα στη Μέση Ανατολή (η συζήτηση παραμένει σε αυτά τα γεωγραφικά πλάτη) εκμεταλλεύτηκαν αφηγήματα ασφάλειας για να δικαιολογήσουν πολέμους και δικτατορίες.

Οπότε, η υπερβολική ενασχόληση με τα παρεχόμενα αφηγήματα σε σχέση με τα κίνητρα που βρίσκονται στη βάση της «ορθολογικής θεωρίας» είναι πιθανό να μας αποπροσανατολίσει, μιας και συχνά τα επιδεικτικά αφηγήματα δεν είναι παρά υιοθετημένες «προκλήσεις» ή «δικαιολογίες». Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η έντονη αναζήτηση υπεραπλουστευτικών θεωριών «ιμάντα μεταφοράς» ή «σύγκρουσης πολιτισμών», εκτός του ότι είναι αντιπαραγωγική, μπορεί να αποδειχθεί και εντελώς ανώφελη.

Αν και η σχέση μεταξύ της βίας στον κινηματογράφο και της κοινωνικής βίας έχει πολύ συζητηθεί, δεν υπάρχουν αποδείξεις για εγκλήματα «αντιγραφής» γιατί τα ρεπορτάζ των ασυνήθιστων εγκλημάτων στα μέσα ενημέρωσης συχνά μπορεί να προκαλέσουν κάπου τη μίμηση. Έχει επίσης αποδειχθεί, για παράδειγμα, ότι οι σπουδαστές που βλέπουν τους καθηγητές τους να διαπράττουν παράνομες ενέργειες στο πεδίο της πληροφορικής είναι πολύ πιο πιθανόν να προβούν και οι ίδιοι σε αυτές τις παραβάσεις και ότι, αν ένας πεζός περάσει τη διάβαση με κόκκινο, θα τον ακολουθήσουν και άλλοι.

Στις 27 Δεκεμβρίου του 1996, η Μαρία Λετίτσια Μπερντίνι σκοτώθηκε από ένα βράχο που ρίχτηκε από μια αερογέφυρα κοντά στην Τορτόνα της Ιταλίας. Τα νέα είχαν αρκετή δημοσιογραφική κάλυψη και, από τότε, οι πέτρες που έπεφταν από αερογέφυρες πολλαπλασιάστηκαν μέσω μιμητικών ενεργειών: μέχρι τις 31 Αυγούστου του 2017 είχαν καταγραφεί 63 περιπτώσεις και συνολικά 85 το 2016, μία σχεδόν ανά 4 ημέρες.

Εντούτοις, η Ιταλική αστυνομία εντόπισε ένα κυκλικό μοτίβο σε αυτά τα φαινόμενα που είχαν να κάνουν με γεωγραφικούς, εδαφικούς και πληροφοριακούς παράγοντες, αν και αναγνώρισε τη σημαντική ανομοιομορφία των δραστών και των λόγων που παρουσίασαν για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους.

Ως εκ τούτου, τα κίνητρα, μετά την απομάκρυνση όλων των ιδεολογικών παραγόντων μεταφράζονται σε μια σειρά  συσχετισμών που συνδέεται με την εγκληματική διαδικασία και περιγράφεται ως τέτοια στις προσομοιώσεις.

ΜΑΘΗΜΑ 3 ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ:

Τα αφηγήματα δεν είναι κίνητρα. Τα αφηγήματα έχουν πολλαπλές σημασίες και μπορούν να γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης και διαχείρισης από όλους τους πρωταγωνιστές, ενώ τα κίνητρα είναι λογικές ανάγκες που οδηγούνται στους στόχους τους μέσω του παράγοντα της ευκαιρίας.

Εκτίμηση της Ετοιμότητας

Σε αυτό το ρευστό πλαίσιο, η προσέγγιση ΠΠΕ επεξεργάζεται το συνδετικό στοιχείο πρόληψης και εγκλήματος εισάγοντας τις παραμέτρους της «ετοιμότητας», μιας αναλυτικής κατηγορίας που μπορεί να προσαρμοστεί σε όλα σχεδόν τα μοντέλα πρόληψης.

Επίσης, η κατηγορία αυτή μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, μιας και η «ετοιμότητα» είναι ένας από τους δείκτες μαζικής σκιαγράφησης της στρατηγικής «Mappa» που υιοθέτησε το Υπουργείο Εσωτερικών του ΗΒ και άλλες υπηρεσίες πληροφοριών.

Παραδοσιακά, η «ετοιμότητα» ατόμων και ομάδων εκφράζεται σύμφωνα με τρία επίπεδα και συχνά συνοδεύεται από έγχρωμες γραφικές παραστάσεις:

  1. Άτομα έτοιμα να διαπράξουν εγκλήματα χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει. Περιλαμβάνονται περιβαλλοντικά εναύσματα που μπορεί να προκαλέσουν ή να ωθήσουν τα άτομα σε δράση (Wortley, 1997, σελ. 66).
  2. «Περιφερικοί παράγοντες» που θέτουν τα άτομα σε διαφορετικά επίπεδα ετοιμότητας (Wortley, 2011), και τα κάνουν δυνητικά πιο ευαίσθητα σε παράγοντες ευκαιριών οι οποίες αυξάνουν τις πιθανότητες διάπραξης εγκλημάτων (Tilley, 1997, σελ. 95–107).
  3. Άτομα που ενεργούν σε συνειδητή κατάσταση ετοιμότητας η οποία προέκυψε από την εκτίμηση εναλλακτικών μέσων για την κάλυψη μιας υποκειμενικής ανάγκης, που μπορεί να είναι η εκδίκηση για πραγματικές ή υποκειμενικές αδικίες, με αυτή τη συνειδητή κατάσταση να επηρεάζεται από μια σειρά παρελθοντικών και περιστασιακών παραγόντων (Cornish & Clarke, 1986, σελ. 3).

Πρόσφατα, το Καναδικό Γραφείο Πληροφοριών δημιούργησε ένα μοντέλο ανάλυσης της «ετοιμότητας» με βάση το ΠΩΣ προετοιμάζονται τα εγκλήματα, αντί του ΓΙΑΤΙ διαπράττονται[4]:

«Για παράδειγμα, σε ένα σενάριο σχεδιασμού επίθεσης, δείκτες βίαιης κινητοποίησης μπορεί να είναι η αγορά εφοδίων, η αναγνώριση ενός στόχου ή η δημιουργία ενός βίντεο όπου παρουσιάζονται οι μάρτυρες. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι μια χαμηλής τεχνολογίας τρομοκρατική επίθεση μπορεί να μη χρειάζεται παρά ένα μαχαίρι και ένα αυτοκίνητο. Αυτό το είδος επίθεσης είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβλεφθεί αλλά οι δείκτες κάνουν συχνά την εμφάνισή τους, ακόμα και στις απλούστερες τρομοκρατικές επιθέσεις.

Κάποιος που προετοιμάζει μια βίαιη κινητοποίηση μπορεί επίσης να θέλει να αποκρύψει τις ενέργειές του από τις αρχές ή από τους γύρω του ανθρώπους. Σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να εμφανιστούν δείκτες απόκρυψης και δόλου. Για παράδειγμα, το άτομο αυτό μπορεί να χρησιμοποιήσει ειδικό λογισμικό για να κρυπτογραφήσει την επικοινωνία του, να επινοήσει μια «βιτρίνα» που δικαιολογεί την αναχώρησή του από τον Καναδά ή να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα.» (CSIC, 2018)

Οπότε, στη δική μας θεώρηση διαχείρισης των γεγονότων, η «ετοιμότητα» ανήκει ξεκάθαρα στην κατηγορία του ΠΩΣ των χαρακτηριστικών της πορείας ενός εγκλήματος και διακρίνει με ακρίβεια διάφορα είδη εγκλήματος. Από αυτήν την άποψη, αποτελεί έναν παράγοντα εντελώς διαφορετικό από αυτούς που εντοπίζονται στις θεωρίες «ιμάντα μεταφοράς» που επικεντρώνονται σε ψυχολογικές και ιδεολογικές αρχές.

Ακολουθώντας τα μοντέλα εκτίμησης του κινδύνου που υπάρχουν στην Ευρώπη, η «ετοιμότητα» και το «κίνητρο», στο πλαίσιο της Εργαλειοθήκης του Κύβου, είναι συσχετίσεις που ισχύουν για όλους τους πρωταγωνιστές και όχι μόνο για τους δράστες. Συγκεκριμένα, η «ετοιμότητα» είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο συσχέτισης όσον αφορά τις προληπτικές ενέργειες στο προεγκληματικό πλαίσιο.

ΜΑΘΗΜΑ 4 ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ:

Αυτό που καθορίζει το πόσο επείγει μια προληπτική ενέργεια είναι ο βαθμός ετοιμότητας και η απορρέουσα αντίληψη του άμεσου κινδύνου. Αυτό που απαιτούμε από την πρόληψη είναι να είναι σε θέση να προσδιορίζει αυτόν τον βαθμό εξετάζοντας τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο διαπράττονται τα εγκλήματα. Στην «ετοιμότητα» προσδίδεται επίσης τεράστια νομική σπουδαιότητα όταν γίνεται η υπεράσπιση προληπτικών ενεργειών στο δικαστήριο.


[1] Recital 8 of the Directive

[2] United Nations Convention against Transnational Organized Crime, art. 2

[3] Richard Wortley, A Classification of Techniques for Controlling Situational Precipitators of Crime, Security Journal, 14: 63–82, 2011

[4] Canada Security Intelligence Service, MOBILIZATION TO VIOLENCE (TERRORISM) RESEARCH, key findings, 2018